Απ’ έξω «μαυροφόρα
απελπισία». Πυκνού καπνού «χειροπιαστό σκοτάδι». Ούτε απ’τον ουρανό στέργουν
για βοήθεια οι διαφεντευτές της ζωής τους. Ούτε από τη γη οι φύλακες της
πύρινης ρομφαίας. Η πόλη είναι ανοχύρωτη. Ο θόρυβος της φωτιάς, το βουητό του
θερμοφόρου αέρα, οι ανεξέλεγκτες εκρήξεις σε σπίτια και πευκοκουκούναρα, οι
κραυγές των ανθρώπων να φωνάζουν τα ονόματα των δικών τους, τα γοερά κλάματα
των απελπισμένων παιδιών.
Δεν ήταν η κόλαση του Δάντη. Ήταν η
ασύμμετρη ανικανότητα των κολασμένων που μας διοικούν. Δεν ήταν η τραγικότητα
των χαμένων και καμένων ανθρώπων. Ήταν η απαστράπτουσα ερημιά παρουσίας της
πανικόβλητης διοίκησης, που χωρίς αίσθημα ευθύνης και σθένους αναλήψεως ευθυνών
παρίστανε την ……διασκεπτόμενη! Σε όλα τα επίπεδα.
Τότε την τύχη του πήρε στα χέρια ο Λαός
μας. Απροειδοποίητοι και ανέτοιμοι, έδωσαν τον αγώνα της ζωής τους μ ό ν ο ι
τους. Δεν θα επαναλάβω τις πράξεις αλληλεγγύης, αλτρουισμού, γενναιότητας,
υπευθυνότητας που ξεπέρασαν τον αρχικό πανικό και στάθηκαν στα πόδια τους.
Τρόπος του λέγειν. Γιατί οι περισσότεροι στάθηκαν στην επιφάνεια της θάλασσας
και στα κύματα που δημιουργούσε ο φύσουνας των 100-120 χιλιομ. την ώρα. Με
καμένες πλάτες, καμένα χέρια, καμένες πατούσες, ο ένας βοηθούσε τον άλλο, ο
ένας βοηθούσε τα παιδιά του άλλου, ο άλλος μοίραζε νερό στους διψασμένους με
φιάλες νερού, ο ένας έδινε κουράγιο στον άλλον. Από τη στιγμή που εγκατέλειψαν
τα σπίτια τους, έως τη στιγμή που «λούζονταν» μες στη θάλασσα, με τον τρόπο του
ο καθένας.
Αυτός είναι ο Λαός μας. Ξεπήδησε μέσα
από την αχλή των αιώνων. Με το αγωνιστικό πνεύμα που τον έχει προικίσει η Ιστορία, με το πνεύμα της αυτοθυσίας που
φέρει στις φλέβες του, με τις αρετές και το ήθος της Ελληνικής του
ιδιοσυγκρασίας.
Στη ζωή και στον θάνατο πάντα μπροστά.
Δύο «μικρές» χαρακτηριστικές στιγμές της μεγάλης αυτής τραγωδίας, που δεν
έτυχαν της επιβαλλόμενης προσοχής και αξιολόγησης. Προφανώς γιατί δεν έχουν
οικονομικό αντίκρισμα. Γιατί μετράει μόνον το ήθος του Έλληνα:
● Η
γιαγιά, στη συνειδητοποίηση της φωτιάς, πήρε τα δυό εγγονάκια της που είχε
στο σπίτι, τα τύλιξε με βρεγμένες πετσέτες μαζί με νια κοπέλα που είχε, τα
έβγαλε στο δρόμο και τους είπε: «Τρέξετε γρήγορα στη θάλασσα και μην κοιτάξετε
πίσω». Τα εγγονάκια άκουσαν τη γιαγιά τους και σώθηκαν. Η γιαγιά γύρισε στο
σπίτι που άρχισε να καίγεται. Πήγε κοντά στο «γέρο» της που είχε κινητικά
προβλήματα, τον πήρε αγκαλιά και κάηκαν μαζί σ’αυτή τη θέση.
Ήταν κάτι παραπάνω από αυτοθυσία.
Μπορούσε να φύγει με τα εγγόνια της. Κανένας δεν θα την κατηγορούσε. Ξεπέρασε
και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Αυτό το ατέλειωτο ήθος. Γύρισε συνειδητά
στον «παραστάτη της», όπως ορκίζονταν οι νέοι της Αθήνας. Έτσι το ζευγάρι
συντέλεσε τη «συγκλήρωση του βίο παντός» όπως είπε ο Μοδεστίνος.
● Η άλλη περίπτωση:
Ο
καπετάν Γιώργος, το βράδυ της τραγωδίας είχε τα γενέθλιά του στη Ραφήνα.
Μόλις το βράδυ συνειδητοποίησε το κακό, άφησε τους φίλους και καλεσμένους του,
πήρε το πλοιάριό του και ανοίχτηκε στο πέλαγος για το Μάτι. Ήταν βράδυ, με
στοιχειώδη φωτισμό, αλλά είχε μεγάλη θέληση. Περισυνέλλεξε καμιά εικοσιπενταριά
παιδιά, γυναίκες και άντρες, μισοκαμμένους, τραυματισμένους, θαλασσοδαρμένους,
επί πέντε ώρες και πλέον στα νερά, έτοιμους να καταρρεύσουν και τους έβγαλε στη
Ραφήνα, όπου τον περίμεναν με αγωνία οι καλεσμένοι του.
Από αυτούς έμαθαν οι διασωθέντες ότι ο
καπετάν Γιώργος είχε τα γενέθλιά του. Αμέσως, όλοι, σαν ένας άνθρωπος τον περιτριγύρισαν
και άρχισαν να του τραγουδούν το γενέθλιο άσμα: “Happybirthday to you”, μέσα στην προσωπική τους τραγικότητα. Τώρα, ήταν η
στιγμή του καπετάν Γιώργου να λιποθυμήσει από συγκίνηση στα χέρια αυτών που
διέσωσε.
Αυτές είναι οι μεγάλες στιγμές του Λαού
μας. Ένας αθάνατος Λαός, ένας «απέθαντος Λαός» όπως τον ονόμασε ο Έσσελιγκ, μελετώντας και
εντυπωσιασμένος από την ποιότητα των Δημοτικών μας
τραγουδιών.
ΓΙΑΝ.ΚΟΣ