Ήταν ένα εξεγερσιακό φαινόμενο αμφισβήτησης,
διαμαρτυρίας κατά των παγιωμένων κοινωνικών σχέσεων και του κοινωνικού
συντηρητισμού άρνησης των θεσμών και κατάλυσης κάθε μορφής κομφορμισμού.
Αλλά η εξέγερση αυτή, δεν ήταν τίποτε άλλο,
από τη συνέχεια του επωαζόμενου από το 1960 φαινομένου της ονομασθείσης
«κρίσης» ή «παγκόσμιας εξέγερσης της νεολαίας», μεταξύ του Πανεπιστημίου του
Μπέρκλεϋ (ΗΠΑ) και του Βερολίνου.
Από αυτή την επονομασθείσα «παγκόσμια
εξέγερση της νεολαίας», ανεδύθη για πρώτη φορά οργανωμένα το πολιτικό φαινόμενο
του «αριστερισμού».
Τον Μάρτιο ‘68 οι φοιτητές του Πανεπιστημίου
της Ναντέρ του Παρισιού, αναμόχλευσαν σε
πιο γενικευμένη μορφή τις αμφισβητήσεις, απαιτήσεις, διαμαρτυρίες, κ.λ.π. των
φοιτητών. Θρυαλίδα για την τελική ανάφλεξη ήταν το φοιτητικό αίτημα για
ελεύθερες συνευρέσεις αρρένων και θηλέων στα ενδότερα των φοιτητικών εστιών.
Πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα ότι το χορό της αμφισβήτησης και κατάρρευσης των
παγιωμένων κοινωνικών ρόλων, έσερναν οι γυναίκες, κυρίως για την ελευθεριότητα
των ερωτικών και σεξουαλικών τους σχέσεων.
Ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Πιερ Γκραπέν, κλείνει το Πανεπιστήμο,
οι φοιτητές τον αποκαλούν φασίστα και μεταφέρονται στη Σορβόννη, στο κέντρο του
Παρισιού. (Σημειωτέον ότι: ο
«φασίστας» πρύτανης, ήταν επί κεφαλής ομάδων αντίστασης κατά των Ναζί !).
Η εξέγερση αυτή στη Σορβόννη παίρνει
γενικότερη μορφή, σταδιακά συνάπτεται με αιτήματα κοινωνικά, εργασιακά,
συνδικαλιστικά, αλλά και με το επικρατούν την εποχή εκείνη αντιπολεμικό και
αντιϊμπεριαλιστικό ρεύμα.
Στις συγκεντρώσεις και στις εκδηλώσεις
κυριαρχούσε πνεύμα γιορτής, υπήρχε ενθουσιασμός, υπήρχε έντονη αμφισβήτηση του
συντηριτικού μικροαστισμού, υπήρχε δυσφορία για την «καταναλωτική κοινωνία» και
υπέκδηλος «αντικορφορμισμός», αλλά υπήρχαν στον πυρήνα των διαδηλωτών και
ηγετικές σκληροτράχηλες ομάδες ακροαριστερών, οι οποίες ήθελαν να εφαρμόσουν
τον «πραγματικό» κομμουνισμό.
Έτσι έχουμε ποικιλία: τροτσκιστών, μαοϊκών,
ανένταχτων, μαρξιστών διαφόρων τάσεων, αναρχικών, ταξιτζήδων, οι οποίοι μαζί με
τους φοιτητές χρησιμοποιούν λεξιλόγια της ευρείας Αριστεράς, υπονομεύοντας
συγχρόνως τη στενή αντίληψη της αριστερής ορθοδοξίας και το γραφειοκρατικό
κομμουνισμό.
Διότι η αμφισβήτηση περιελάμβανε και την παραδοσιακή αριστερά, όπως
δηλώνει εύγλωττα ο υπαινιγμός του συνθήματός τους: «Αυτοί που μιλούν για
επανάσταση και για ταξική πάλη χωρίς να αναφέρονται στην καθημερινή
πραγματικότητα, μιλούν με ένα πτώμα στο στόμα».
Τα
ευρηματικά συνθήματα, οι μορφές πολιτικής κινητοποίησης, οι πρακτικές διαμαρτυρίας,
οι αφίσες του Atelier Populaire, οι φωτογραφίες και τα ηχητικά ντοκουμέντα στους ραδιοφωνικούς
σταθμούς (η τηλεόραση ήταν φειδωλή στην παρουσίαση των γεγονότων),
πολλαπλασίασαν την εικόνα και τη δυναμική της εξέγερσης.
Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, ήταν μόνιμα ανεβασμένος σε
μια εξέδρα έξω από τη Σορβόννη και ενεθάρρυνε τους διαδηλωτές να μην τα
εγκαταλείψουν. Διάχυτη ήταν σε όλους η εμπειρία η πικρή της Άνοιξης της Πράγας,
που ανατράπηκε τον Αύγουστο του 1968 από τα τάνκς του Σοβιετικού Στρατού.
Μερικά
από τα συνθήματα του Μάη της Γαλλίας ήταν: «Η φαντασία
στην εξουσία», «Να είστε ρεαλιστές, ζητείστε το αδύνατο», «Διαβάστε λιγότερο,
ζήστε περισσότερο», «Η ποίηση βρίσκεται στους δρόμους», «Το αλκοόλ σκοτώνει,
πάρτε LSD», «Η πλήξη είναι αντεπαναστατική», «Απαγορεύεται το απαγορεύεται», «Ο λόγος είναι
βόμβα μολότωφ», «Μιλήστε στους γείτονες, κατεβάστε ιδέες», «Εμπρός του
Πανεπιστημίου οι κολασμένοι», κ.λ.π.
Το Γαλλικό Κ.Κ. έβλεπε ότι δεν μπορούσε να ελέγξει την εξέγερση. Και
στις προθέσεις του δεν ήταν η ανατροπή του καθεστώτος, όταν μάλιστα η Μόσχα
προετοίμαζε την ανατροπή στην Πράγα. Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε τη φράση που
επανελάμβαναν στη Γαλλία ότι: «Αυτοί που ήθελαν να ανατρέψουν το καθεστώς δεν
μπορούσαν και αυτοί που θα μπορούσαν δεν ήθελαν».
Ωστόσο, η συνδικαλιστική συνομοσπονδία CGT, ελεγχόμενη από το Γαλλικό
Κ.Κ., κήρυξε απεργία, για να μην ξεπεραστεί από τα γεγονότα. Στις 13 Μαΐου 1968
ακολούθησε γενική απεργία, άρχισαν οι συγκρούσεις, σηκώθηκαν οδοφράγματα και
άρχισαν συμπτώματα παραλυσία της ομαλής κοινωνικής ζωής και λειτουργίας του
Κράτους.
Στα οδοφράγματα όλος ο κόσμος ήταν από τη μια μεριά. Από την άλλη ήταν η
αστυνομία. Ήταν αρκετά συγκρατημένη, παρά τις βίαιες συγκρούσεις. Δεν τράβηξε
ποτέ στα άκρα. Αυτό είχε εκπλήξει και τους διαδηλωτές που δεν το περίμεναν. Το
θέαμα προχωρούσε καλά. Ο Αλαίν ντε Μπενουά, λέγει στη «Φιγκαρό Ντιμενς» τον
Μάιο 1978: «Το απογευματάκι ή το βράδυ νωρίς, πήγαινε κανείς να δει τους
φοιτητές να οργανώνουν τις εκδηλώσεις τους: ιστορικές αναπαραστάσεις (εδώ η
Κομμούνα, πιο κάτω ο Τσε Γκεβάρα), παρεάλσεις σημαιών, συγκέντρωση εξέδρων στη
Σορβόννη, μεταμορφωμένες σε αγορά ανατολίτικη. Υπήρξαν, γιατί να μην το πούμε,
μερικές σκηνές όμορφες και καμμία φορά συγκινητικές. Υπήρξαν και τα υπόλοιπα:
μικροαστές που «απελευθέρωναν τη γλώσσα τους», ενώ ο Πούνκ φαινόταν κιόλας κάτω
από τον Κατανκέζυ». Το κοινό τα ήθελε αυτά. Ήταν ακίνδυνα και πολύ θεαματικά.
(Ο Μπενουά ήταν φοιτητής τότε μέσα στα οδοφράγματα και αργότερα έγινε καθηγητής
φιλοσοφίας).
Τα θεάματα, όμως έπαψαν να ανανεώνονται. Ο
ενθουσιασμός και η πρώτη ορμή άρχισε να υποχωρεί. Η συνδικαλιστική
συνομοσπονδία CGT αναδιπλώνεται. Οι συμφωνίες της Γκρενέλ της παρέσχον οικονομικές
ικανοποιήσεις στις εργατικές διεκδικήσεις της (αύξηση κατώτατου μισθού). Βέβαια
οι φοιτητές και οι εργάτες δεν βρήκαν ποτέ κοινή πλεύση στο Παρισινό αυτό
φαινόμενο της εξέγερσης. Αυτό περίμενε ο Μαρσελλέν, αρχηγός της Αστυνομίας και
εξεκένωσε τη Σορβόννη.
Ακολούθησε
η μεγαλειώδης αντιδιαδήλωση των Γάλλων πολιτών του ενός εκατομμυρίου με
επικεφαλής τον Αντρέ Μαλρώ και τον Σαμπάν Ντελμάς που κατέκλυσεν τα Ηλύσια
Πεδία προς υποστήριξη του Ντε Γκώλ και τελείωσε ο Μάης 1968, παρ’ όλους τους
επιθανάτιους σπασμούς, που επακολούθησαν κάποια επόμενα χρόνια.
Δεν
είχαν καταλάβει ότι ήταν μειονοψηφία. Όταν μέσα στο καλοκαίρι προκήρυξε εκλογές
ο Ντε Γκώλ και πήρε το 60% του εκλογικού σώματος, τότε ξεθόλωσαν οι οπτικοί
καθρέπτες των εξεγερμένων. Ο Μάης έμεινε πίσω τους.
Διότι
μπορεί αρχικά και από κάποιους να είχαν ελατήρια φυσιολογικής αντίδρασης σε μία
αίσθηση μεγάλης κρίσης των μορφών εξουσίας και του εν γένει κατεστημένου
(πολιτικού, πνευματικού, Πανεπιστημιακού κ.λ.π.), εν τούτοις δεν είχαν σχέδιο
προοπτική, πρόγραμμα, δεν προσέδωσαν μία δομή (οποιαδήποτε προέκριναν) στο
κίνημά τους.
Και
δεν το ήθελαν, εάν δεχθούμε τις απόψεις του εκ των ηγετών της εξέγερσης Ντανιελ
Κοεν Μπεντίτ, στο περιοδικό “Le Nouvel Observeur” της 20-5-1968, συνεντευξιαζόμενου με τον Γάλλο
φιλόσοφο Ζαν Πωλ Σαρτρ. Λέγιε ο Μπεντίτ: «Η δύναμη του κινήματός μας είναι
ακριβώς ότι βασίζεται σ’ έναν ανεξέλεγκτο αυθορμητισμό, που δίνει ορμή, χωρίς
να επιδιώκει να τη διοχευτεύσει κάπου».
Εν τούτοις οι αγαθές προθέσεις δεν συνάδουν με
τις εντάσεις βιωμένης εμπειρίας που έζησαν οι εξεγερμένοι, όταν αντελήφθησαν
την προσπάθεια πολιτικοποίησης των «αποβλακωμένων χίπις» και των μαστουρωμένων
ροκάδων», όταν έβαλαν σάντουϊτς στο χέρι του Βολταίρου και ούρησαν στη φλόγα της αψίδας του Θριάμβου,
όπως γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος (Καθημερινή, 29-4-2018).
Δεν προάγεται κανένα πολιτικό και πολιτιστικό
ιδεώδες με τέτοιες απαξιωτικές συμπεριφορές.
Ο Μάης
1968 επικρίθηκε ως εργαστήρι κατασκευής του ατομικιστικού πνεύματος του υπόλοιπου
εικοστού αιώνα. Ο Καστοριάδης γράφει:
«Αν θέλει κανείς να καταλάβει που βρισκόταν ο «ατομικισμός» του Μάη του
’68, ας αναλογισθεί αυτό που μετά την τροποποίηση των συμφωνιών της Γκρενέλ,
επισφράγισε τη συντριβή του κινήματος: τον επανεφοδιασμό των
βενζινάδικων. Η τάξη αποκαταστάθηκε οριστικά όταν ο μέσος Γάλλος μπόρεσε
ξανά, μέσα στο αμάξι του, μαζί με την οικογένειά του να τσουλήσει προς την
εξοχική κατοικία του ή τον χώρο που κάνει το πικνίκ του. Αυτό που επέτρεψε,
τέσσερις εβδομάδες αργότερα να ψηφίσει 60% υπέρ της Κυβέρνησης» (ΑΝΤΙ, 373/1988, σελ. 34-37).
Στο κίνημα
του 1968 επιθυμούσαν μεγαλύτερη ελευθερία για τον καθένα και για όλους. Η γενιά
του κινήματος, ήταν αυτή που είχε γεννηθεί μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο (baby boomers), χωρίς να
γνωρίσουν δυστυχίες, προσωπικές, οικογενειακές και εθνικές δοκιμασίες, χωρίς να
γευθούν τον ανθρώπινο πόνο και την προσωπική και εθνική ανελευθερία των
προηγουμένων ετών. Αυτή είχε κατακλίσει τα Πανεπιστήμια και ήθελαν να σπάσουν
τα δεσμά μιάς κοινωνίας, ενός κατεστημένου πολιτικού και ακαδημαϊκού.
Ήθελαν
την αλλαγή, χωρίς όμως να προσδιορίζουν ποιο θα ήταν το περιεχόμενο της αλλαγής
αυτής. Τους το επεσήμανε και ο Ζαν Πωλ Σαρτρ (Le Nouvel
Observateur,
20-5-1968). Η έλλειψη κοινωνικού σχεδίου
και προοπτικής, ο μηδενισμός των αξιών, η διάθεση καταστροφής επέστρεψαν ως
κατηγορία, από όσους είδαν το κίνημα μέσα από τη ματιά του ηδονιστικού
ατομικισμού.
Και όμως οι νέοι της εποχής εκείνης σπουδάζουν
σε ιδανικές, ως προς το παρελθόν, συνθήκες, σε μια κοινωνία πραγματικά
αυξανόμενης ευημερίας και σε μια κοινωνία υπαρκτής ελευθερίας.
● Δεν μπορεί να γνωρίζουμε πόσο η καλοστημένη
πολιτική προπαγάνδα είχε επηρεάσει το συνολικό ψυχισμό εκείνης της νεολαίας,
ούτε πόσο ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα ο τίτλος της «ΜΟΝΤ» προ του Μάη:
«Η Γαλλία βαριέται». Ούτε οι κατηγορίες περί αυταρχικού καθεστώτος που πνέει τα
λοίσθια, όπως πίστευαν μερικοί.
● Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι όλα αυτά
απεδείχθησαν ένας μύθος, αφού η σιωπηλή πλειονοψηφία των Γάλλων εξεγέρθηκε και
στη Γαλλία που «βαριέται» και «πνέει τα λοίσθια», της έδωσε και πάλι την
εμπιστοσύνη της με συντριπτική πλειοψηφία (60%). Αυτό σημαίναι ότι μία ατελής
συνειδητοποίηση, συνόδευε τους στοχασμούς αυτών των νέων – φοιτητών.
Λίαν επιτυχή θεωρώ τον χαρακτηρισμό για τον
Μάη ΄68 του Ακαδημαϊκού καθηγητή ΑΠΘ κ. Θεοδ.
Παπαγγελή (το Βήμα, 6-5-2018):
«Αλλά ο
Μάης του ΄68 είναι ένα από εκείνα τα επεισόδια όπου η πραγματικότητα,
εκκολάπτει εκδοχές ουτοπικής ελευθερίας. Και πενήντα χρόνια μετά έχει
κατοχυρώσει τη θέση του μέσα στη ζωτική μυθολογία που μαζί με την αδήριτη
πραγματικότητα, κανοναρχεί τη ζωή που ζούμε».
ΓΙΑΝ.ΚΟΣ