Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
ΤΕΛΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

Η ΑΠΑΤΗ ΠΕΡΙ ΑΥΤΑΠΑΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΥΠΑΡΚΤΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ


Μετεξελισσόμεθα σε πολύ ρηχό  λαό. Μια καθημαγμένη  Ελλάδα από πόρους, από ανεξαρτησία(εθνική), από προοπτική, από μέλλον, παράλυτη και μετέωρη στων καιρών τα γυρίσματα, μια Ελλάδα στο σταυροδρόμι του ιστορικού τίποτε, είναι η χώρα της αδράνειας και της καθυστέρησης, μια χώρα σε κατάσταση παρακμής.
            Με ευκολία και ακρισία μετακινηθήκαμε από τις κραυγαλέες απάτες, στις αιδήμονες αυταπάτες. Το ανεχθήκαμε χωρίς σκέψη, άκριτα και επιδερμικά. Αρκετά, όμως, για να καθησυχάσουμε τον αρχιτέκτονα των μελετημένων απατών.  Εν τούτοις αυτός δεν τρέφει αυταπάτες, όπως απατηλά ισχυρίζεται, αλλά συνεχίζει τις προσχεδιασμένες απάτες του.
            Ήρθε η ώρα της έγκρισης της επένδυσης του «Ελληνικού». Και τι δεν είχε πει για το «Ελληνικό». Από το ξεπουλιέται η Ελλάδα, μέχρι τη χάλκευση δεσμών αλυσίδας και δέσιμο με τον τότε Δήμαρχο Ελληνικού.
            Έπρεπε σύμφωνα με τις απατηλές παραδοχές του, να βγει στον κόσμο του και σε όλους τους  ‘Έλληνες  να πει «συγνώμη και αυτό είναι μια από τις αυταπάτες μου».
            Εν τούτοις δεν ήτο εξ αρχής αυτό στις προθέσεις του. Η πρώτη μπόρα των απατών πέρασε. Τις ξεπέρασαν  οι  «αυταπάτες». Αλλά τώρα μετά το ελληνικό ακολουθεί το νερό (ΕΥΔΑΠ), η ενέργεια (ΔΕΗ), οι συγκοινωνίες και λοιπές ΔΕΚΟ.
Είναι πολλές οι αυταπάτες που αναβλύζουν από τον ωκεανό των ψεμάτων τους.
Γι’αυτό  επιστρατεύει νέα ψεύδη προς εξαπάτηση του λαού. Αυτή τη φορά τη σκυτάλη ανέλαβε ο ιδιόρρυθμος καθηγητής και Υπουργός του επί του πολιτισμού (αυτός που απεχθάνεται την αριστεία), ο οποίος ανέλαβε τη σημερινή αναξιοπιστία παλινωδία, ανακολουθία και ασυνέπεια του ΣΥΡΙΖΑ, να ορίσει ότι αποτελεί σταθερή συνέπεια στις αξίες τους και συνεχίζει να λέγει όσα και ότι έλεγε πριν. Λέγει επι λέξει ο κ. υπουργός:
            «Ο ΣΥΡΙΖΑ μιλάει εκ γενετής για μια έννοια που λέγεται «δημοκρατικός δρόμος του σοσιαλισμού» και στο περιεχόμενό του έχει υποχωρήσεις, συμβιβασμούς, νίκες και ήττες. Είναι σταθερές οι αξίες μας σ’αυτό το δρόμο. Άρα, όταν σε αυτό το δρόμο βρισκόμαστε μπροστά σε υπέρτερους συσχετισμούς που μας αναγκάζουν να υποστούμε μια αναγνωρισμένη ήττα δεν σημαίνει ότι μετά την ήττα λέμε άλλα από αυτά που λέγαμε πριν. Λέμε κάτι που αναγνωρίζει το γεγονός μιας ήττας, ότι πρέπει να προσαρμοστούμε, να κάνουμε το συμβιβασμό που απαιτεί η ήττα για να συνεχίσουμε τον αγώνα».
            Αλλά ποιον αγώνα υπονοεί ο κ. Υπουργός. Της αυταπάτης ή της απλής απάτης; Διότι οι υπέρτεροι συσχετισμοί που βρήκαν, δεν ήταν άγνωστοι όταν έλεγαν και έκαναν τα δικά τους ψεύδη.
Και κυνικοί και αμετροεπείς όπως είναι, επαναβεβαιώνουν ότι και μετά την τωρινή ήττα θα συνεχίζουν να κάνουν και να λένε τα ίδια που έλεγαν πριν. Αλλά ενώ αναγνωρίζει ότι πρέπει να «προσαρμοστεί»  και να κάνει τον «συμβιβασμό» θέλει να συνεχίσει τον «αγώνα».
Ποιον αγώνα; Τον αγώνα ενάντια στους «υπέρτερους, συσχετισμούς», που ήδη και έμπρακτα τους ξέρει; Με τα γνωστά αποτελέσματα. Και με τα γνωστά και ξεδιάντροπα ψεύδη. Με έναν νέο ψεύδος επαναφοράς των παλαιών ψευδών. «Σύντροφοι συνεχίζουμε».
             Η εξήγηση, αυτή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ εγείρει μέγα θέμα λογικής και πολιτικής ηθικής. Διότι πρέπει να μας εξηγήσει ποιες είναι οι αυταπάτες της και ποιες οι απάτες της. πρέπει να πει στο Λαό ότι έπαυσε να έχει αυταπάτες για  να την εμπιστευτεί ή να προσδιορίσει τις αυταπάτες της εκ των προτέρων, ώστε να τις σταθμίσει ο λαός και να κοιμάται ήσυχος. Δεν μπορεί να σε κυβερνάει κάποιος, όταν παραδέχεται ότι έχει αυταπάτες. Είναι θέμα απλής λογικής.
            Αλλά και πολιτικής ηθικής. Δεν μπορείς να λες ότι το πρόγραμμα που εξήγγειλα το αλλάζω, καίτοι δεν το πιστεύω, γιατί βρίσκομαι με υπέρτερους συσχετισμούς (οι αοριστίες εις τις δόξες τους).
 Και συνεχίζουμε άλλο πρόγραμμα, την εφαρμογή εκείνου που σου υπαγορεύουν οι «συσχετισμοί».
            Πέραν αυτού, εδώ έχουμε και άλλη μια απάτη. Πνευματική αυτή τη φορά. Ομιλεί για «δημοκρατικό δρόμο προς το Σοσιαλισμό». Στη θεωρία της πολιτικής επιστήμης η ιδέα αυτή είναι γνωστή, ιδία στους πανεπιστημιακούς χώρους, αλλά είναι γνωστό ότι μ’αυτή είχε καταπιαστεί και ανάλωσε τον εαυτό του ο Νίκος Πουλαντζάς. Αυτό προκύπτει από τα άρθρα του, τις διατριβές του και από το βιβλίο του «το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός».
Λούστρο θεωρητικής Ακαδημαϊκής χροιάς, θέλει  ή  επιχειρεί δειλά να προσδώσει ο υποτιθέμενος διανοούμενος του ΣΥΡΙΖΑ, στην άκρατη ψευδολογία του και στις φανερές παλινωδίες του, αφού τέτοιους όρους δεν είδαμε στο πρόγραμμά του να αναλύονται ή να εκτίθενται επαρκώς.
            Και αν ενδιαφέρεται ο αναγνώστης του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να του πω ότι ο αλτουσεριανός Πουλαντζάς, στο τελευταίο του βιβλίο προβάλει την ιδέα μιας προχωρημένης φιλελεύθερης Δημοκρατίας. Προφανώς μετά τα πολυετή ταξίδια του στους κόσμους της σκέψης και της διανόησης, όπου ακολούθησε το δικό του δρόμο, τον προσωπικό και απεγνωσμένο.
            Αλλά η συνέχιση του δρόμου του κου Μπαλτά δεν αφορά στο δρόμο προς σοσιαλισμό, ούτε πρόκειται για ανάπτυξη πολιτικού συστήματος, ούτε πρόκειται για εφαρμογή πολιτικού προγράμματος.
            Πρόκειται για πρόσθετη απάτη στην προσθήκη των «αυταπατών». Αυτό λέγεται πανουργία. Δεν έχει σχέση με τη λογική, την πολιτική ηθική, με την ορθοτόμηση του πολιτικού λόγου και τη δικαίωση της πολιτικής δράσης.
            Αυτήν μετέρχονται οι αδίστακτοι, ακοινώνητοι νάνοι της πολιτικής, η ουσία απαίδευτοι, που τους λείπει η επάρκεια της ευφυΐας. Νομίζουν ότι έτσι θα δικαιολογήσουν τις ανατροπές των διακηρύξεων τους, με αφορμή την έγκριση για την επένδυση  στο  Ελληνικού, που κατακεραύνωναν «εκ γενετής» .
            Αυτή η αποφορά των αναθυμιάσεων του οδεύοντας στη λήξη του ΣΥΡΙΖΑ, έπρεπε να είχαν εξεγείρει όλο τον πνευματικό κόσμο. Αλλά όλοι λάμπουν δια της απουσίας τους. Ελάχιστοι τιμούν τον τίτλο τους. Γι’αυτό δικαιολογώ την απαρέσκεια του Γ. Βέλτσου στους συναδέλφους του που πράττουν «ό, τι τους κάνει να μην ακούγονται και να μην διαβάζονται πλέον» και τη δηκτική γραφή του στηλιτεύοντας «τη συναινετική τους μαλθακότητα…….πράγμα που βέβαια το πληρώνουν, αν όχι στην ανενόχλητη ακαδημαϊκή τους καριέρα, όσο στην ενοχλητικά ρηχή τους σκέψη».


                                                                                    ΓΙΑΝ.ΚΟΣ