Με το θάρρος που μου δίνουν οι παλιές μου σπουδές και τα
επιμελή διαβάσματά μου στην παρακολούθηση της εξέλιξης της οικονομικής πορείας
της χώρας, θα επιχειρήσω να δω το μέλλον του τόπου μας.
Η αβάσταχτη ελαφρότητα των Κυβερνητικών χειρισμών, δεν
δικαιολογούνται από την εγκληματική επιλογή προηγούμενων κυβερνήσεων του
αδικαιολόγητου επιστημονικά υπερδανεισμού της Χώρας.
Έχουμε ακούσει ότι ΟΛΟΙ αναφέρονται στην ανάπτυξη της
Χώρας. Δεν εξηγούν όμως, επαρκώς τι εννοεί ο καθένας ανάπτυξη.
Γιατί η προσέλευση δέκα επενδυτών με 200 εκατ. Ο καθένας
δεν προσφέρει ανάπτυξη. Δεν μας βγάζουν από τα μνημόνια, δεν μας μειώνουν το
χρέος, ούτε μας μειώνουν ουσιαστικά τα τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% ΑΕΠ
για πέντε χρόνια και 2% ΑΕΠ για άλλα σαράντα χρόνια), που μας επέβαλαν οι
συνεταίροι μας της Ευρώπης.
Γι’αυτό, όταν μιλούμε για ΑΝΑΠΤΥΞΗ πρέπει να
ξεκαθαρίσουμε ότι δεν εννοούμε, και δεν πρέπει να εννοούμε, τη δυνατότητα της
πληρωμής των δόσεων του χρέους, που με τα παραπάνω πρωτογενή πλεονάσματα είναι
σχεδόν ΑΔΥΝΑΤΗ, αλλά βασικά εννοούμε την
επανεκίνηση της Ελληνικής Οικονομίας και την περαιτέρω επιβίωσή της.
Διότι τέτοια
ανάπτυξη δεν θα έλθει ποτέ με τα ανωτέρω δημοσιονομικά μεγέθη που και εμείς αποδεχθήκαμε, τη στιγμή
ακριβώς που οι συνεταίροι μας Ευρωπαίοι γνωρίζουν ότι καμμία Χώρα της Ευρωζώνης κατά μέσο όρο δεν πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα
άνω του 1%, παρότι είχαν μεγέθη ΑΕΠ στο 2,7%.
Είναι φανερό ότι οι
δικές μας δεσμεύσεις θα εγκλωβίσουν τη χώρα σε ανάπηρη «ανάπτυξη» παρατεταμένης διαρκείας, όσον και τα
προβλεπόμενα χρόνια της οικονομικής επιτροπείας.
Με κυρίαρχο στοιχείο την υπερφορολόγηση, που δεν αφήνει
ικμάδα οικονομικής ευρωστίας, όπως ακριβώς έγινε τώρα με το υψηλό πλεόνασμα, το
οποίον, όμως, δεν επέφερε καμμία αύξηση του ΑΕΠ, ώστε να υπολογίζεται, έστω
σταδιακά και ανεπαίσθητα, η μείωση του χρέους για κάθε δόση, θα βρισκόμαστε σε
σταθερή στασιμότητα.
Ούτε η κυβέρνησή μας, ούτε οι Ευρωπαίοι συνεταίρι μας δεν
αντιμετώπισαν, ούτε συνεισέφεραν κάποια λύση στο μέγα πρόβλημα της Ελληνικής
πραγματικότητας που είναι η ύφεση και το
χρέος.
Αλλά και το ΔΝΤ δεν βλέπω να προσφέρει κάτι ουσιαστικό
στην υπόθεσή μας, αφού ούτε χρηματοδοτεί, ούτε μειώνει τους τόκους του που
είναι τετραπλάσιοι εκείνων του ESM. Εν τούτοις επέβαλε την πρόσφατη δέσμη μέτρων εις βάρος
μας, χωρίς να δώσει ως συνεισφορά ούτε ένα ευρώ.
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η Τεχνολογία που πουλάει και η
οποία μέχρι σήμερα απέτυχε μετά θορύβου, είναι το άλλοθι των συνεταίρων μας, οι οποίοι θα επιθυμούσαν για πολιτικούς
λόγους, να μην υπαγορεύουν αυτοί τα επιβληθέντα μέτρα, αλλά αυτά να έρχονται
από το μακρινό ΔΝΤ.
Και μια πρόβλεψη. Επειδή οι Ευρωπαίοι όλα αυτά τα γνωρίζουν, τα δέχονται, αλλά άρχισαν οι πολλοί να μην τα αποδέχονται. Ήδη έχουν
σχηματίσει την αντίληψη ότι το ΔΝΤ δεν προσφέρει στην Ευρωζώνη.
Γι’αυτό, μετά τις Γερμανικές εκλογές του προσεχούς
Σεπτεμβρίου 2017 θα αρχίσει η μετεξέλιση του ESM, σε Ευρωπαικό Νομισματικό Ταμείο,
δικαιολογώντας έτσι την οριστική αποχώρηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου
(Δ.Ν.Τ) από την Ελλάδα.
Η εξασφάλιση του
μέλλοντός μας δεν είναι, λοιπόν, η βιωσιμότητα του χρέους, αλλά η πραγματική
εκκίνηση της οικονομίας.
Στόχος μας,
πρέπει να είναι με κάθε τρόπο η αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προιόντος (ΑΕΠ).
Όσο πιο πολύ
αυξάνει το ΑΕΠ τόσο μειώνεται αισθητά ως ποσοστό το χρέος. Αυτό δεν σημαίνει
ότι πρέπει να παύσουμε την επιδίωξη της μειώσεως του χρέους, με κάθε μορφή
εργαλείου.
Εδώ χρειάζεται
ένα νέο μείγμα πολιτικής. Εκείνο που θα βάλει ανυποχώρητους και
ρεαλιστικούς στόχους. Θα βασίζεται
και θα επιδιώκει τις επενδύσεις και δη
στρατηγικών στόχων. Εν τούτοις δεν
θα αποκλείσει και την κρατική
μηχανή να επιλέγει επι μέρους στόχους τοπικής ανάπτυξης ή κοινωνικής προστασίας. Μπορεί
το τελευταίο να μυρίζει λίγο Κευνσιανισμό, αλλά είναι εφικτό και απαραίτητο, σε
μια χώρα που αρχίζει από το μηδέν. Οπωσδήποτε δεν φέρει προσκόμματα στην
ιδιωτική πρωτοβουλία και στη φιλελεύθερη οικονομία. Προέχει ο ρεαλισμός και ο τόπος μας.
Προτεραιότητα του νέου μείγματος, είναι η μείωση του
πρωτογενούς πλεονάσματος και ένα ποσοστό
αυτού, που θα προσδιορισθεί σε συμφωνία με τους δανειστές, να πηγαίνει κατευθείαν στην εξόφληση του
χρέους.
Το υπόλοιπο ποσοστό του πλεονάσματος να πηγαίνει σε επενδύσεις που θα στηρίζουν και θα ενισχύουν την
παραγωγή με την ευρεία της έννοια, ώστε να αναθερμανθεί η εσωτερική αγορά και
να βελτιωθεί ο ρυθμός ανάπτυξης.
Μόνον έτσι θα επέλθει με αργά αλλά σταθερά βήματα η
αύξηση του ΑΕΠ, θα αρχίσει να μειώνεται το ποσοστό του χρέους και θα επιτευχθεί
η επανεκίνηση της οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει
να επιδιωχθεί η μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών που, σαν
αβίαστη συνέπεια, θα έχουν αύξηση της ρευστότητας στην αγορά και την αύξηση της
απασχόλησης.
Αυτοί οι στόχοι με τη μείωση ή ελάφρυνση του χρέους, σε παραδεκτά
επίπεδα και τη
μείωση των επιτοκίων δανεισμού, διότι δανεισμός από το ΕSΜ θα συνεχιστεί
με μικρότερα ποσά και σε αραιότερα διαστήματα (η χώρα δεν αντιμετωπίζειμεγάλες
πληρωμές τοκοχρεολυσίων ως το τέλος του έτους) θα επαναφέρουν τη Χώρασε σταθερή ανάπτυξη.
Περιττό να σημειώσω ότι: για την επίτευξη της επιβίωσης
της οικονομίας μας απαραίτητη είναι η
σοβαρή, αταλάντευτη και απηλλαγμένη από αντιφατικές αποφάσεις Διοίκησης της
Χώρας, που θα εκφράζει με απόλυτο τρόπο την πολιτική της βούληση, για να
επέλθουν τα ποθητά αποτελέσματα της Ανάπτυξης της Οικονομίας ή της πατρίδας μας.
ΓΙΑΝ.ΚΟΣ